πολύς

πολύς
πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, -ή, -όν, Α
1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν ακούσει» β. «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, αλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ», παροιμ. φρ.
γ. «μήτε τριήκοντα ἐτέων πολλὰ ἀπολείπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλο βαθμό, με μεγάλη δύναμη ή ένταση, ισχυρός (α. «πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδα», δημ. τραγούδι
β. «πολύς αέρας» γ. «πολλή ζέστη» δ. «πολλή ἀλογία», Πλάτ.)
3. (για χώρο, τόπο, έκταση) μεγάλος, εκτεταμένος (α. «ο πολύς τόπος πάει χαμένος» β. «χῶρος πλατὺς καὶ πολλός ἐστι», Ηρόδ.)
4. (για χρόνο) μεγάλης διάρκειας, μακρός (α. «πάει πολύς καιρός από τότε που τόν είδα για τελευταία φορά» β. «πολὺν χρόνον ἐνθάδ' ἐόντες», Ομ. Ιλ.)
5. (το αρσ. πληθ. με ή χωρίς το αρθρ. ως ουσ.) (οι) πολλοί
α) οι περισσότεροι
β) ο κοινός λαός, το ανώνυμο πλήθος
6. (το ουδ. με αρθρ. και με επιρρμ. σημ.) το πολύ
(με ποσοτ. σημ.) στο μεγαλύτερο μέρος
7. (το ουδ. στον εν. ή και στον πληθ. ως επίρρ.) πολύ και πολλά και πολλόν
α) (ποσοτ.) πάρα πολύ, υπέρμετρα
β) τοπ. σε μεγάλο βαθμό («απ' εδώ είναι πολύ συντομότερα»)
γ) χρον. για μακρό χρόνο, για μεγάλο χρονικό διάστημα
δ) συντάσσεται με επίθ. και επιρρ. θετικού συγκριτικού βαθμού προκειμένου να επιτείνει τη σημασία τους (α. «πολύ ωραία, κοπέλα» β. «κάθεται πολύ κοντά»)
ε) συντάσσεται με επίθ. και επιρρ. συγκριτικού βαθμού επίσης για επίταση τής σημασίας τους (α. «νοιάζεται για μένα πολύ περισσότερο» β. «σοὶ τὸ γέρας πολὺ μεῖζον», Ομ. Ιλ.)
8. φρ. α) «πολλού γε και δει» — κάθε άλλο
β) «προ πολλού» — πριν από μεγάλο χρονικό διάστημα
γ) «μετ' ου πολύ» — σε λίγο, σύντομα
δ) «επί πολύ» — επί μακρό χρονικό διάστημα
ε) «πολλώ μάλλον» — πολύ περισσότερο
στ) «ως επί το πολύ» και «ως επί το πλείστον» ή «ὡς τὰ πολλά»
i) κατά το μεγαλύτερο μέρος, κατά τον μεγαλύτερο βαθμό
ii) συνήθως, τις περισσότερες φορές
ζ) «κατά πολύ» — σε μεγάλο βαθμό, λίαν
η) «έχω περί πολλού κάποιον ή κάτι» ή «περί πολλού ποιούμαι τι» — έχω σε μεγάλη εκτίμηση ή υπόληψη κάποιον ή κάτι, εκτιμώ πολύ κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
1. (το αρσ. με αρθρ.) ο πολύς
i) (με θετ. σημ.) ο ονομαστός, ο διαπρεπής («ο πολύς Φώτιος»)
ii) (με αρνητ. σημ.) ο διαβόητος («ο πολύς Ντενκτάς»)
2. (το ουδ. με αρθρ. ως ουσ.) το πολύ
το πέρα από το μέτρο, το υπερβολικό, το περιττό («το πολύ τής θλίψης γεννά παραφροσύνη», παροιμ. φρ.)
3. φρ. α) «αυτό πάει πολύ» ή «αυτό είναι πάρα πολύ» — αυτό υπερβαίνει τα όρια τού ανεκτού
β) «πολύ που...» — καθόλου δεν... («πολύ που σκοτίζομαι!») γ) «λίγο - πολύ» — περίπου
δ) «μετά από πολύ» και «ύστερα από πολύ» — μετά από μεγάλο χρονικό, ή τοπικό, διάστημα
ε) «πολύς λόγος γίνεται» — σχολιάζεται ευρύτατα, λέγεται από πολλούς
στ) «το πολύ (πολύ)»
i) στη χειρότερη περίπτωση («το πολύ - πολύ να με δείρει»)
ii) το αργότερο (το πολύ σε μία ώρα θα επιστρέψω»)
iii) κατά το ανώτατο όριο («το πολύ - πολύ να είναι τριαντάρης»)
ζ) «έγινε [ή είναι] μέγας και πολύς» — απέκτησε δύναμη και δόξα, έγινε πλούσιος και επιφανής
η) «ο νους του κατεβάζει πολλά» — είναι πολύ επινοητικός, είναι εφευρετικό μυαλό
θ) «πολλά και διάφορα» — κάθε είδους, ποικίλα πράγματα
4. παροιμ. α) «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει» και «πολλοί μαγέροι χαλούν το φαΐ» — λέγεται για να δηλωθεί ότι εκεί όπου δεν υπάρχει ενιαία διεύθυνση και κατεύθυνση κανένα έργο δεν ευοδώνεται
β) «όπου φτύνουν πολλοί, πηγάδι γίνεται» — δηλώνει ότι ο συντονισμός τών ενεργειών, η από κοινού προσπάθεια ενός συνόλου φέρνει πάντοτε αποτέλεσμα
γ) «οι πολλοί πήραν την Πόλη» — δηλώνει ότι ο κατά πολύ υπέρτερος αριθμητικά επικρατεί
δ) «όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα» — λέγεται για εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν χρήματα ακόμη και για περιττά πράγματα
ε) «όποιος γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα» — δηλώνει ότι η απληστία επιφέρει την απώλεια και τών όσων ήδη έχουν αποκτηθεί
στ) «το πολύ το κύριε ελέησον τό βαριέται και ο παπάς» — λέγεται για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ανιαρό
μσν.
φρ. «κατά πολλά» — υπέρμετρα
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που έχει πολλές μορφές, πολύμορφος
2. (για πράγμ.) ο μεγάλης αξίας, μεγάλης σπουδαιότητας, σημαντικός («πολλῶν ἄξιος», Αριστοφ.)
3. (για πράγμ. και σπαν. για πρόσ.) ισχυρός, δυνατός, σημαίνων (α. «μέγας καὶ πολλὸς ἐγένετο», Ηρόδ.
β. «Ἐτεοκλῆς ἂν εἶς πολὺς ὑμνεῖτο», Αισχύλ.
γ. «ῥώμην σώματος πολύς», Δίον. Αλ.
δ. «ὡς πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρός» — φυσούσε δυνατός και δροσερός, Δημοσθ.)
4. επαναλαμβανόμενος («περὶ σὲ ὁ λόγος ἀπῖκται πουλύς», Ηρόδ.)
5. (η δοτ. και η γεν. τού ουδ. ως επίρρ.) πολλῷ και πολλοῦ
α) υπέρμετρα
β) πολλές φορές
γ) χρησιμοποιείται ως επιτατικό τής σημασίας ρημάτων που δηλώνουν, παράκληση, διαταγή κ.λπ.
6. (το αρσ. και το θηλ. με άρθρ.) α) ὁ πολύς
(για πρόσ.) β) κοινός άνθρωπος
γ) ὁ πολλός και ἡ πολλή
(για πράγμ.) ο εντελώς γνωστός («ὡς ὁ πολλὸς λόγος» — η κοινή φήμη, Αισχύλ.)
7. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολλόν
τα πλήθη
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά πολλά
α) τα περισσότερα
β) (στον Όμηρο) τα μεγάλα πλούτη
9. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
στο μεγαλύτερο μέρος ή στον μεγαλύτερο βαθμό, κυρίως
10. φρ. α) «πολλά πράσσω» — ασχολούμαι με πολλά πράγματα, είμαι πολυπράγμων
β) «ὁ πολὺς βίοτος» — το καλύτερο μέρος τού ανθρώπινου βίου
γ) «τὰ πολλὰ πάντα» — τα περισσότερα
δ) «oἱ πολλοὶ ἅπαντες» — σχεδόν όλοι
ε) «ἐπὶ πολλῷ» — σε μεγάλη τιμή
στ) «πολύ ἔστι τι» — έχει μεγάλη σπουδαιότητα, αξίζει πολύ
ζ) «διὰ πολλοῦ» — σε μεγάλο χρονικό ή τοπικό διάστημα
η) «ἐπὶ πολύ» — σε μεγάλη απόσταση, μακριά
θ) «ἐκ πολλοῦ» — από μεγάλη απόσταση, από μακριά
ι) «εἰς πολύ» — για μακρό χρονικό διάστημα
ια) «ὡς ἐπὶ πολύ» — γενικά
ιβ) «παρὰ πολύ» — από μακριά
ιγ) «πολὺ βούλομαι» — προτιμώ
ιδ) «πολύ γε;»
(σε απαντήσεις) βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πολύς ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *plē-/*pelә1- «πληρώ, γεμίζω» (πρβλ. πίμπλημι, πλείων, πλήμνη) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. puru-, αρχ. ιρλδ. il και αρχ. άνω γερμ. filu. To επίθ. πολύς εμφανίζει στην κλίση τού αθέματη μορφή (γεν. εν. πολέος, αιτ. εν. πολύν, ονομ. πληθ. πολέες, γεν. πληθ. πολέων, αιτ. πληθ. πολέας) αλλά και θεματική: πολλός, πολλή, πολλόν (γεν. πολλοῦ). Η προέλευση ωστόσο τόσο τού θέματος πολλο- (πρβλ. και πολλότης, πολλοστός) όσο και τού θέματος πολλᾱ- (πρβλ. πολλα-πλάσιος, πολλά-κις) με διπλό σύμφωνο είναι δυσερμήνευτη. Πρόκειται πιθ. για θέματα που σχηματίστηκαν με συλλαβική ανομοίωση από τα αμάρτυρα *πολυ-λο- και πολυ-λα-, τα οποία εμφανίζουν παρέκταση -λ- (πρβλ. μεγα-λο- και μεγα-λᾱ-, βλ. λ. μέγας). Η σύνδεση του επιθ. με το λατ. polleo είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. πολλάκις, πολλαχόθεν, πολλαχού, πολλαχώς, πολλοστός
αρχ.
πολλαχῇ, πολλαχόθι, πολλαχόσε, πολλότης, πολλύνομαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό πολλο-)
αρχ.
πολλοδεκάκις
μσν.
πολλοποιός. (Α' συνθετικό πολλα-) πολλαπλάσιος, πολλαπλούς. (Για συνθ. με α' συνθετικό πολύ- βλ. λ. πολύ-). (Β' συνθετικό)
αρχ.
υπέρπολυς
αρχ.-νεοελλ. πάμπολυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύς — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύς — many masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πολλᾶν — πολύς many fem gen pl (doric) πολύς many masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλέων — πολύς many fem gen pl (epic ionic) πολύς many masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλῶν — πολύς many fem gen pl πολύς many masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλόν — πολύς many masc acc sg (ionic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλύ — πολύς many masc voc sg (epic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλή — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”